- ἐρεθίζει
- ἐρεθίζωrouse to angerpres ind mp 2nd sgἐρεθίζωrouse to angerpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀρεθίζει — ἐρεθίζει , ἐρεθίζω rouse to anger pres ind mp 2nd sg ἐρεθίζει , ἐρεθίζω rouse to anger pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… … Dictionary of Greek
κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
вадить — спорить, клеветать , диал. манить, обманывать , новгор. (Преобр. 1, 62), др. русск., ст. слав. вадити κατηγορεῖν, обадити calumniari , болг. обадя, обаждам извещаю , словен. vaditi заявлять, подавать жалобу, сознаваться; приманивать , чеш. vaditi … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
овод — род. п. а, укр. овад, блр. овад, др. русск. оводъ (Нестор, Жит. Феодос.; см. Соболевский, Лекции 81), русск. цслав. овадъ, обадъ, болг. овад (Младенов 771), сербохорв. о̏ба̑д, о̏ва̑д, словен. obàd, род. п. obada овод , чеш., слвц. оvаd овод ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
подражати — ПОДРАЖА|ТИ (62), Ю, ѦТЬ гл. 1.Подражать, следовать комул., чемул.: Подражаи самарѧныню женѹ. Изб 1076, 241 об.; рьвьновати семѹ тьщахѹтьс˫а и подражати ˫ако мощьно. (μιμεῖσϑαι) ЖФСт к. XII, 52; подражааше житию и съмѣрению прп(д)бнааго своѥго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek
γαργαλητό — το [γαργαλώ] το να ερεθίζει κανείς κάποιον με γαργάλημα … Dictionary of Greek
δαιμονιστής — ο [δαιμονίζω] ο δαιμονολάτρης, αυτός που πιστεύει στους δαίμονες 2. όποιος έχει τη συνήθεια να δαιμονίζει ή να ερεθίζει τους άλλους … Dictionary of Greek